ορθοδοντική

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

η
κλάδος της οδοντοστοματολογίας με αντικείμενο την πρόληψη και την διόρθωση τών ανωμαλιών τών δοντιών, την ορθή σύνταξη και σύγκλεισή τους καθώς και την ορθή ανάπτυξη τών γνάθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthodontics < ορθ(ο)- + οδούς, οδόντος].