σκαλισμός
From LSJ
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
Full diacritics: σκᾰλισμός | Medium diacritics: σκαλισμός | Low diacritics: σκαλισμός | Capitals: ΣΚΑΛΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: skalismós | Transliteration B: skalismos | Transliteration C: skalismos | Beta Code: skalismo/s |
ὁ,
A hoeing, POxy.1692.18 (ii A.D.). II a form of torture, Eun.VS p.478 B.
ὁ, Α σκαλίζω
1. σκάλισμα, σκάψιμο
2. είδος οργάνου για βασανισμό.