σκερτσόζικος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν σκερτσόζος
1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης
2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή του περιεχομένου του, χαριτωμένος.
επίρρ...
σκερτσόζικα
με τρόπο σκερτσόζικο.