σκερτσόζικος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν σκερτσόζος
1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης
2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή του περιεχομένου του, χαριτωμένος.
επίρρ...
σκερτσόζικα
με τρόπο σκερτσόζικο.