σκελεαγής

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελεᾱγής Medium diacritics: σκελεαγής Low diacritics: σκελεαγής Capitals: ΣΚΕΛΕΑΓΗΣ
Transliteration A: skeleagḗs Transliteration B: skeleagēs Transliteration C: skeleagis Beta Code: skeleagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι)

   A with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, gloss on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Gloss. (σκελι-).

Greek (Liddell-Scott)

σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι-αγής].