σκομβρίδες
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια ιχθύων της τάξης περκόμορφοι, χαρακτηριστικό γένος της οποίας είναι το σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scombridae (< λατ. scomber < σκόμβρος / (σκουμπρί)].