σκουμπρί
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
το / σκουμπρίν, ΝΜ, και σκομπρίον Μ
κοινή σήμερα ονομασία του συγγενικού με τον κολιό αφρόψαρου Scomber scomber που ανήκει στην οικογένεια σκομβρίδες της τάξης περκόμορφοι, ψαριού που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες, στον Εύξεινο Πόντο, στη Μεσόγειο και στον βόρειο Ατλαντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκόμβρος «είδος ψαριού» μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σκομβρίον, με κώφωση του -ο- σε -ου-, κατ' επίδραση του προηγούμενου συμφώνου, πρβλ. σκολαρίκιον: σκουλαρίκι].