σκονάκι

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το, Ν
σκόνη
υποκορ.
1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
2. δόση ναρκωτικού
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού
4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή.