σκοῖπος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ὁ,
A wall-plate of a building, Hsch. σκοίψ· ψώρα, Id. σκόλακες, οἱ, (σκολιός) in Lat. form scolaces, = funalia, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σκοῖπος: ὁ, «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων ἐφ’ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ' ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων (πρβλ. σκιά: σκοιός)].