σκοτεινάδα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. σκοτείνιασμα, σκοτεινότητα
2. σκιερότητα («σαν όντε μαύρο νέφαλο... έχη τον ήλιο μ' όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», Ερωτόκρ.)
3. σκοτεινός, ζοφερός τόπος («το ταίρι μου κιντύνεψε σ' κείνη τη σκοτεινάδα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. φωτειν-άδα].