σκοτεινάδα
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
Greek Monolingual
η, Ν
1. σκοτείνιασμα, σκοτεινότητα
2. σκιερότητα («σαν όντε μαύρο νέφαλο... έχη τον ήλιο μ' όχθριτα... και με τη σκοτεινάδαν του τη λάμψιν του μποδίζη», Ερωτόκρ.)
3. σκοτεινός, ζοφερός τόπος («το ταίρι μου κιντύνεψε σ' κείνη τη σκοτεινάδα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. φωτειν-άδα].