σκοτεινότητα
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
Greek Monolingual
η / σκοτεινότης, -ητος, ΝΑ σκοτεινός
1. η ιδιότητα του σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα
2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῦ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.).