σκιτζής

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σκιντζής, ο, Ν
1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής
2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας
β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»].