σκορπίς
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a sea-fish, prob.
A Scorpaena porcus, Arist.HA 543b5 (cited by Ath.7.320f); cf. σκομβρίς.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπίς: -ίδος, ἡ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5· διάφορ. γραφ. σκομβρίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
θαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίς, -ίδος].