Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκόρπισμα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν σκορπίζω
(ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση
νεοελλ.
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που το συγκροτούν, διασκορπισμός
2. διάχυση («σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά», Σολωμ.).