σκόρπισμα
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν σκορπίζω
(ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση
νεοελλ.
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που το συγκροτούν, διασκορπισμός
2. διάχυση («σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά», Σολωμ.).