σκορόδιον
From LSJ
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
English (LSJ)
τό, Dim. of σκόροδον, in pl., Ar. Pl.818, Antiph.62.
German (Pape)
[Seite 904] τό, dim. von σκόροδον, bei Ar. im plur. Knoblauchsblätter od. -stengel, Plut. 818.
Greek (Liddell-Scott)
σκορόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκόροδον, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Πλ. 818, Ἀντιφ. ἐν «Βομβυλίῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gousse d’ail.
Étymologie: σκόροδον.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκόροδον
υποκορ. σκορδάκι.