σκουπιδιάρης
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν
αυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματ-ιάρης)].