σκυρόστρωμα
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, -ατος, το, Ν
συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό-στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].