σκυφτός

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σκύβω
αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι.
επίρρ...
σκυφτά Ν
με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω.