σκυφόζωα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. ομοταξία ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων ασπονδύλων του φύλου κνιδόζωα, με 250 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι πασίγνωστες τσούχτρες και τα οποία κατατάσσονται σε δύο υφομοταξίες, την υφομοταξία σκυφομέδουσες και την υφομοταξία σταυρομέδουσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scyphozoa (< σκύφος + ζώον)].