σμιλεύω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].