σούπα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ρευστό φαγητό ή ζωμός
2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος
3. φρ. «έγινε σούπα»
(συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa].