σουλτάνος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σουλτάνα, Ν
1. τίτλος τον οποίο έφεραν από τον 11ο αιώνα διάφοροι μουσουλμάνοι ηγεμόνες
2. τίτλος τών ηγετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
3. μτφ. πρόσωπο που ζει τρυφηλό βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sultan < αραβ. sultan «ηθική-πνευματική εξουσία, πολιτικήκυβερνητική αρχή»].