σπαθίνακας

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού γλαδίολος ή ξιφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί, λόγω της μορφής τών φύλλων του φυτού. Τα διάφορα είδη της οικογένειας αυτής είναι κοινώς γνωστά ως σπαθίφυλλο, σπαθόφυλλο, σπαθόχορτο κ.λπ.].