ξιφίο

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

και ξίφιο, το (Α ξίφιον και ξιφίον) ξίφος
είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, φέρει την ονομασία γλαδίολος ή γλαδιόλα.