σοφιστεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

ΝΑ, και σοφιστεύω Α σοφιστής
φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής
νεοελλ.
λέω σοφιστείες
αρχ.
1. είμαι σοφιστής
2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)
3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι
4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)
5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.