σοφιστεύομαι
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ΝΑ, και σοφιστεύω Α σοφιστής
φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής
νεοελλ.
λέω σοφιστείες
αρχ.
1. είμαι σοφιστής
2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ' ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.)
3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι
4. αποκρύπτω κάτι με επιδεξιότητα («οὐδὲ ἐσοφίστευεν ἔτι τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.)
5. φρ. «σοφιστεύω τὰ ῥητορικά» — διδάσκω τη ρητορική με πραγματείες.