Σουαχίλι
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
η, Ν
1. (ενν. γλώσσα.) γλωσσ. γλώσσα Μπαντού που μιλιέται στην ανατολική ακτή της Αφρικής και στα νησιά της, από την Κένυα ώς την Τανζανία, και ως δεύτερη γλώσσα στην Τανζανία, στην Κένυα, στο Ζαΐρ και στην Ουγκάντα
2. φρ. «λογοτεχνία Σουαχίλι»
φιλολ. λογοτεχνία που είναι γραμμένη στη γλώσσα Σουαχίλι σε αραβική γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. sawāhilĩy < sawāhil, πληθ. του sāhil «ακτή»].