σπογγία

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπογγία: Ἰων. σπογγίη, ἡ, = σπόγγος, «σφογγάρι», Λατ. spongia, Ἀριστοφ. Βάτρ. 482, 487, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 3, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον Κωμ. Ἀνώνυμ. 285· σπογγιᾶς ἔπαινος, λέγεται ἐπὶ μεθύσου, Αἰσχίν. 42. 40. - Περὶ τοῦ Ἀττ. καὶ Ἰων. τονισμοῦ ἴδε Γρηγ. Κορ. σ. 148, Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία
μσν.-αρχ.
σπόγγος, σφουγγάρι
αρχ.
μτφ. μεθύστακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spongia, spongiosus)].