τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth
Ν σπόρος1. (για φυτά) βγάζω σπόρους2. (για ορισμένους καρπούς) σχηματίζω σπόρους και είμαι ακατάλληλος για φάγωμα.