ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: στᾰγονιαῖος | Medium diacritics: σταγονιαῖος | Low diacritics: σταγονιαίος | Capitals: ΣΤΑΓΟΝΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: stagoniaîos | Transliteration B: stagoniaios | Transliteration C: stagoniaios | Beta Code: stagoniai=os |
α, ον,
A in drops or grains, PMag.Par.1.215.
-α, -ο / σταγονιαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταλαγμ-ιαῖος)].