στάθμηση

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

η / στάθμησις, -ήσεως, ΝΜΑ σταθμῶ
υπολογισμός του βάρους, ζύγισμα
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση της κατακόρυφης ή της οριζόντιας διεύθυνσης
2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση
3. (στατιστ.) υπολογισμός της βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο ενός δείκτη.