στάθμηση
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
η / στάθμησις, -ήσεως, ΝΜΑ σταθμῶ
υπολογισμός του βάρους, ζύγισμα
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση της κατακόρυφης ή της οριζόντιας διεύθυνσης
2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση
3. (στατιστ.) υπολογισμός της βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο ενός δείκτη.