σταυροφορία
Greek Monolingual
η, Ν
1. καθεμιά από τις οκτώ εκστρατείες που οργανώθηκαν κατά τον μεσαίωνα από τους χριστιανούς της Ευρώπης με σκοπό την απελευθέρωση τών Αγίων Τόπων και, κυρίως, της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους
2. μτφ. προσπάθεια σε εκτεταμένη κλίμακα για την επίτευξη αγαθού σκοπού ή για την καταπολέμηση κάποιου κακού (α. «σταυροφορία για τα εθνικά θέματα» β. «σταυροφορία για την καταπολέμηση τών ναρκωτικών»)
3. φρ. «σταυροφορία τών παιδιών» — η πέμπτη σταυροφορία στην οποία πήραν μέρος παιδιά και έφηβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυροφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].