σταφυλεπάρτης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐπαίρω) = foreg., Id.3.26.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
η σταφυλάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)].