Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
η, Ν
1. τεχνολ. κτιστή δεξαμενή νερού που είναι κατασκευασμένη με τη βάση της στο έδαφος
2. ζωολ. γένος λαρόμορφων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το αρχ. κιστέρνα (< λατ. cisterna «δεξαμενή» < αρχ. ελλ. κίστη)].