στέρνα

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. κτιστή δεξαμενή νερού που είναι κατασκευασμένη με τη βάση της στο έδαφος
2. ζωολ. γένος λαρόμορφων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το αρχ. κιστέρνα (< λατ. cisterna «δεξαμενή» < αρχ. ελλ. κίστη)].