κιστέρνα
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, das lat. cisterna, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιστέρνα: ἡ, Λατ. cisterna = δεξαμενή, Χρον. Πασχάλ. 578, 10. ― 593, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και κινστέρνα, η (AM κιστέρνα, Μ και κινστέρνα)
υπόγεια δεξαμενή βρόχινων υδάτων, στέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. cisterna < αρχ. ελλ. κίστη.