στεντόρειος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
-α, -ο / στεντόρειος, -ον, ΝΜΑ Στέντωρ, -ορος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα της Ιλιάδος Στέντορα
2. αυτός που έχει φωνή όμοια με του Στέντορος («κῆρυξ... Στεντόρειος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «στεντόρεια φωνή» — ισχυρή, βροντερή φωνή
αρχ.
(το ουδ. ως επίρ.) στεντόρειον
στεντόρεια, πολύ βροντερά.
επίρρ...
στεντορείως και στεντόρεια Ν
με στεντόρειο τρόπο, ισχυρά, πολύ βροντερά («του φώναξε στεντόρεια»).