στεργοξύνευνος
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Full diacritics: στεργοξύνευνος | Medium diacritics: στεργοξύνευνος | Low diacritics: στεργοξύνευνος | Capitals: ΣΤΕΡΓΟΞΥΝΕΥΝΟΣ |
Transliteration A: stergoxýneunos | Transliteration B: stergoxyneunos | Transliteration C: stergoksynevnos | Beta Code: stergocu/neunos |
ον,
A loving one's consort, Lyc.935.
[Seite 936] den Bettgenossen od. Ehegatten liebend, Lycophr. 935.
-ον, Α
αυτός που αγαπάει τη σύζυγό του ή αυτή που αγαπάει τον σύζυγό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω + ξύνευνος «σύζυγος»].