στεργοξύνευνος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεργοξύνευνος Medium diacritics: στεργοξύνευνος Low diacritics: στεργοξύνευνος Capitals: ΣΤΕΡΓΟΞΥΝΕΥΝΟΣ
Transliteration A: stergoxýneunos Transliteration B: stergoxyneunos Transliteration C: stergoksynevnos Beta Code: stergocu/neunos

English (LSJ)

ον,

   A loving one's consort, Lyc.935.

German (Pape)

[Seite 936] den Bettgenossen od. Ehegatten liebend, Lycophr. 935.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπάει τη σύζυγό του ή αυτή που αγαπάει τον σύζυγό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω + ξύνευνος «σύζυγος»].