στηθύνιον
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], τό, Dim. of στῆθος, Ephipp.3.7 = Eub.150.4, LXXEx. 29.26, al., Poll.2.162, IG22.1365, 1366; condemned by Phryn.361.
German (Pape)
[Seite 941] τό, dim. von στῆθος, Brüstchen; Ephipp. com. bei Ath. II, 65 c, IX, 320, d; Poll. 2, 162, wo στηθήνιον f. L. war, wie στηθίνιον im E. M., vgl. Lob. Phryn. 384.
Greek (Liddell-Scott)
στηθύνιον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ στῆθος, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 7, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΘ΄, 26, κ. ἀλλ.), κλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 384.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α
υποκορ. μικρό στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ-ύνιον, υποκορ. του χελύνη.