στήριξη
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
η / στήριξις, -ίξεως, ΝΑ στηρίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στηρίζω, το να στηρίζεται κάτι και να γίνεται σταθερό, στερέωση, εδραίωση, σταθεροποίηση
2. μτφ. α) θεμελίωση
β) παροχή βοήθειας, προστασία υποστήριξη
αρχ.
1. (για νόσο) κατάληξη, εντοπισμός σε ορισμένο σημείο ή όργανο του σώματος («στήριξις εἰς ὀφθαλμόν», Ιπποκρ.)
2. εδραία θέση, ακίνητη θέση («τῆς σελήνης τὰς ἕδρας στηρίξεις», Σχόλ. Αριστοφ.).