στερχανά
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «περίδειπνον».