στιλβηδόνα
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
Greek Monolingual
η / στιλβηδών, -όνος, ΝΜΑ
στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη
μσν.-αρχ.
ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ.
β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀχθ-ηδών, λαμπ-ηδών)].