στραβάδι

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

το, Ν
1. τυφλός
2. πρωτάρης σε κάτι, άπειρος
3. νεοσύλλεκτος στρατιώτης
4. δύστροπος και κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + επίθημα -άδι (πρβλ. γλυκ-άδι, σημ-άδι)].