στρατούλα
Greek Monolingual
η, Ν στράτα
1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι
2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα
3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα.
η, Ν στράτα
1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι
2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα
3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα.