στρατούλα

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν στράτα
1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι
2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα
3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα.