στρογγυλότητα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

η / στρογγυλότης, -ητος, ΝΑ στρογγύλος
το να είναι κάτι στρογγυλό, το σχήμα, η μορφή του στρογγυλού, η στρογγυλάδα
νεοελλ.
(πετρογρ.) ο βαθμός στον οποίο ένα ιζηματογενές τεμαχίδιο έχει χάσει τις οξύληκτες ακμές και γωνίες του, αλλ. αποστρογγυλοποίηση.