συγκλείς
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
κλεῖτος, ἡ (i.e. συγκλής, κλῆτος), Thess. for σύγκλητος, ἡ, IG9(2).517.10 (Larissa, iii B.C.).
Greek Monolingual
-εῑτος, ἡ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. σύγκλητος.