συζητήσιμος

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που είναι δεκτικός συζήτησης, εξέτασης («η πρόταση είναι συζητήσιμη»)
2. αυτός που η αξία του είναι αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η χρησιμότητα τών διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συζήτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο περιοδικό Πλάτων.