ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
-έω, Αμαζί με άλλους λοιδορώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοιδορῶ «κατηγορώ»].