συγκάτοικος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek (Liddell-Scott)

συγκάτοικος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὁμοῦ κατοικῶν, Θεοδ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα σ. 41.

Greek Monolingual

ο, η / συγκάτοικος, -ον ΝΜΑ κάτοικος
αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή με άλλους.

Greek Monolingual

ο, η / συγκάτοικος, -ον ΝΜΑ κάτοικος
αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον ή με άλλους.