σύμμηρος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμηρος Medium diacritics: σύμμηρος Low diacritics: σύμμηρος Capitals: ΣΥΜΜΗΡΟΣ
Transliteration A: sýmmēros Transliteration B: symmēros Transliteration C: symmiros Beta Code: su/mmhros

English (LSJ)

ον,

   A with the thighs closed, μηροὶ σ. Hp.Art.77, Hippiatr. 14; = compernis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 982] mit zusammen od. nahe an einander stoßenden Schenkeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμηρος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].