συμπλωτήρ
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek (Liddell-Scott)
συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].