συναιχμαλωτίς
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
German (Pape)
[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.